αυτούσιος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αυτούσιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αυτούσιος
αμετάβλητος, ανέπαφος, ακέραιος.
αυτός που δεν του έχει αφαιρεθεί ή που δεν έχει χάσει τίποτα.
Μεταφράσεις
αυτούσιος
αγγλικά : ασύντμητος: unabridged (en), αμετάβλητος: unchanged (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License