αυτοσυγκέντρωση
Ελληνικά
Ετυμολογία
αυτοσυγκέντρωση < αυτο- + συγκέντρωση
Ουσιαστικό
αυτοσυγκέντρωση θηλυκό
η ικανότητα μεγάλης προσήλωσης κάποιου σε ένα θέμα ώστε να μπορέσει να το σκεφτεί διεξοδικά
Μεταφράσεις
αυτοσυγκέντρωση
γαλλικά : concentration (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License