αυτοψία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοψία | οι | αυτοψίες |
γενική | της | αυτοψίας | των | αυτοψιών |
αιτιατική | την | αυτοψία | τις | αυτοψίες |
κλητική | αυτοψία | αυτοψίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
αυτοψία < ελληνιστική κοινή αὐτοψία < αὐτός + ὄψις
Ουσιαστικό
αυτοψία θηλυκό
η αυτοπρόσωπη έρευνα και εξέταση ενός τόπου ή αντικειμένου από έναν ειδικό, ιδιαίτερα για να διερευνηθεί ένα έγκλημα ή για να εξακριβωθούν τα αίτια μιας βλάβης, ατυχήματος κλπ
Συγγενικές λέξεις
αυτόπτης
Μεταφράσεις
αυτοψία
γαλλικά : autopsie (fr)
πολωνικά : autopsja (pl)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License