αυτοπεποίθηση
Ελληνικά
Ετυμολογία
αυτοπεποίθηση < αυτο- + πεποίθηση
Ουσιαστικό
αυτοπεποίθηση θηλυκό
η πίστη κάποιου στον εαυτό του, ότι μπορεί να καταφέρει κάτι
Ο Γιώργος έχει διαβάσει πολύ καλά για τις εξετάσεις, αλλά δυστυχώς του λείπει η αυτοπεποίθηση
Μεταφράσεις
αυτοπεποίθηση
αγγλικά : self-confidence (en), aplomb (en), poise (en)
γαλλικά : confiance en soi (fr)
γερμανικά : Selbstbewusstsein (de)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License