ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αυτοκτονία

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκτονία οι αυτοκτονίες
      γενική της αυτοκτονίας των αυτοκτονιών
    αιτιατική την αυτοκτονία τις αυτοκτονίες
     κλητική αυτοκτονία αυτοκτονίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοκτονία < αυτο- + -κτονία

Προφορά

ΔΦΑ : /af.tɔ.ktɔ.ˈni.a/

Ουσιαστικό

αυτοκτονία θηλυκό

η πράξη με την οποία κάποιος βάζει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του

Συγγενικές λέξεις

αυτοκτονώ
αυτοκτονικός

Μεταφράσεις
αυτοκτονία

αγγλικά : suicide (en)
αλβανικά : vetëvrasja (sq)
αραβικά : انتحار (ar)
βιετναμικά : tự sát (vi)
βουλγαρικά : самоубийство (bg) (samoubijstvo)
γαλλικά : suicide (fr)
γερμανικά : Suizid (de)
γίντις : זעלבסטמארד (yi)
εβραϊκά : התאבדות (he)
εσπεράντο : sinmortigo (eo)
εσθονικά : enesetapp (et)
ιαπωνικά : 自殺 (ja) (jisatsu) (じさつ)
ισλανδικά : sjálfsmorð (is)
ισπανικά : suicidio (es)
ιταλικά : suicidio (it)
κινεζικά : 自杀 (zh) (zìshā)
κορεατικά : 자살 (ko) (jasal)
κροατικά : samoubojstvo (hr)

λετονικά : pašnāvība (lv)
λιθουανικά : savižudybė (lt)
ολλανδικά : zelfmoord (nl)
ουγγρικά : öngyilkosság (hu)
ουκρανικά : самогубство (uk) (samohoubstvo)
ούρντου : خود کشی (ur)
ουζμπεκικά : xudkushlik (uz)
περσικά : خود کشی (fa)
πολωνικά : samobójstwo (pl)
πορτογαλικά : suicídio (pt)
ρουμανικά : sinucidere (ro)
ρωσικά : самоубийство (ru) (samooubiïstvo)
σερβικά : самоубиство (sr) (samoubistvo)
σλοβακικά : samovražda (sk)
σλοβενικά : samomor (sl)
σουαχίλι : jiua (sw)
σουηδικά : självmord (sv)
ταμίλ : தற்கொலை (ta)
ταϊλανδικά : การฆ่าตัวตาย (th)
τσεχικά : sebevražda (cs)
φιλιππινέζικα : pagpapatiwakal (tl)
φινλανδικά : itsemurha (fi)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License