αυτοκαταστροφή
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοκαταστροφή | οι | αυτοκαταστροφές |
γενική | της | αυτοκαταστροφής | των | αυτοκαταστροφών |
αιτιατική | την | αυτοκαταστροφή | τις | αυτοκαταστροφές |
κλητική | αυτοκαταστροφή | αυτοκαταστροφές | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
αυτοκαταστροφή < αυτο- + καταστροφή
Προφορά
ΔΦΑ : /a.ftɔ.ka.ta.stɾɔ.ˈfi/
Ουσιαστικό
αυτοκαταστροφή θηλυκό
η καταστροφή κάποιου με τη θέλησή του
Μεταφράσεις
αυτοκαταστροφή
αγγλικά : self-destruction (en)
γαλλικά : autodestruction (fr)
ισπανικά : autodestrucción (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License