αυτοδύναμος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αυτοδύναμος | αυτοδύναμη | αυτοδύναμο |
γενική | αυτοδύναμου | αυτοδύναμης | αυτοδύναμου |
αιτιατική | αυτοδύναμο | αυτοδύναμη | αυτοδύναμο |
κλητική | αυτοδύναμε | αυτοδύναμη | αυτοδύναμο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αυτοδύναμοι | αυτοδύναμες | αυτοδύναμα |
γενική | αυτοδύναμων | αυτοδύναμων | αυτοδύναμων |
αιτιατική | αυτοδύναμους | αυτοδύναμες | αυτοδύναμα |
κλητική | αυτοδύναμοι | αυτοδύναμες | αυτοδύναμα |
Ετυμολογία
αυτοδύναμος < ελληνιστική κοινή αὐτοδύναμος < αρχαία ελληνική αὐτός + δύναμις
Επίθετο
αυτοδύναμος, -η, -ο
που μπορεί να προχωρήσει σε ένα έργο στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις
ανεξάρτητος, αυτεξούσιος
Εκφράσεις
αυτοδύναμη πλειοψηφία: η απόλυτη (50%+1) πλειοψηφία σε ένα νομοθετικό σώμα, αυτή που επιτρέπει σε κάποιο κόμμα να λαμβάνει μόνο του αποφάσεις και να κυβερνά
αυτοδύναμη κυβέρνηση: η κυβέρνηση ενός κόμματος που έχει την υποστήριξη του 50%+1 των βουλευτών και μπορεί να κυβερνήσει μόνο του χωρίς να έχει ανάγκη υποστήριξης από κάποιο άλλο κόμμα
Συγγενικές λέξεις
αυτοδύναμα
αυτοδυναμία
αυτοδύναμο
→ δείτε τις λέξεις αυτός και δύναμη
Μεταφράσεις
αυτοδύναμος
αγγλικά : self-reliant (en), self-powered (en), self-supported (en)
αυτοδύναμη πλειοψηφία
αγγλικά : overall majority (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License