αυτόχθων
Ελληνικά
Ετυμολογία
αυτόχθων < αρχαία ελληνική αὐτόχθων < αὐτός + χθών, χθονός (=γη)
Επίθετο
αυτόχθων, -ων, -ον
αυτός που κατοικεί από την αρχή στη γη των προγόνων του, ιθαγενής
Ουσιαστικό
αυτόχθων αρσενικό και αυτόχθονας
που κατοικεί από την αρχή στη γη των προγόνων του
Συγγενικές λέξεις
αυτοχθονία
αυτοχθονισμός
αυτοχθονιστής
Συνώνυμα
ντόπιος
επιχώριος
ιθαγενής
γηγενής
Αντώνυμα
ετερόχθων
έπηλυς
Μεταφράσεις
αυτόχθων
αγγλικά : native (en), autochthon (en)
γαλλικά : autochtone (fr), natif (fr)
γερμανικά : Einheimische (de)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License