αυθόρμητος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αυθόρμητος | αυθόρμητη | αυθόρμητο |
γενική | αυθόρμητου | αυθόρμητης | αυθόρμητου |
αιτιατική | αυθόρμητο | αυθόρμητη | αυθόρμητο |
κλητική | αυθόρμητε | αυθόρμητη | αυθόρμητο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αυθόρμητοι | αυθόρμητες | αυθόρμητα |
γενική | αυθόρμητων | αυθόρμητων | αυθόρμητων |
αιτιατική | αυθόρμητους | αυθόρμητες | αυθόρμητα |
κλητική | αυθόρμητοι | αυθόρμητες | αυθόρμητα |
Ετυμολογία
αυθόρμητος < μεσαιωνική ελληνική αὐθόρμητος < αὐθ- (αὐτο-) + ὁρμή
Επίθετο
αυθόρμητος, -η, -ο
για πράξη που γίνεται χωρίς να λογαριάσει κανείς τις συνέπειές της και χωρίς προηγούμενο σχέδιο
για πρόσωπο που ενεργεί με δική του πρωτοβουλία
για πρόσωπο που δρα χωρίς να υπολογίζει προηγουμένως τις συνέπειες των πράξεών του
ακρατής και συνήθως χωρίς πλήρη επίγνωση ή που δίνει έμφαση στην χαρά που παίρνει απ' την συμπεριφορά του
Συγγενικές λέξεις
αυθόρμητα
αυθορμητισμός
Μεταφράσεις
αυθόρμητος
αγγλικά : spontaneous (en)
γαλλικά : spontané (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License