ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αυθεντία

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυθεντία οι αυθεντίες
      γενική της αυθεντίας των αυθεντιών
    αιτιατική την αυθεντία τις αυθεντίες
     κλητική αυθεντία αυθεντίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυθεντία < (λόγιο) ελληνιστική κοινή αὐθεντία (απόλυτη εξουσία), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική autorité[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /af.θεnˈdi.a/

Ουσιαστικό

αυθεντία θηλυκό

η ιδιότητα αδιαμφισβήτητου κύρους
το άτομο που οι γνώσεις του σε έναν συγκεκριμένο τομέα εκτιμώνται εξαιρετικά και συνεπώς δεν αμφισβητείται από κανέναν η γνώμη του

αυτός είναι αυθεντία στα μαθηματικά

Συγγενικές λέξεις

αυθεντικός
αυθεντικότητα
→ και δείτε τις λέξεις αὐθέντης και αφέντης

Μεταφράσεις
αυθεντία

γαλλικά : autorité (fr), compétence (fr), expertise (fr), ponte (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License