ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αυθαίρετος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αυθαίρετος αυθαίρετη αυθαίρετο
γενική αυθαίρετου αυθαίρετης αυθαίρετου
αιτιατική αυθαίρετο αυθαίρετη αυθαίρετο
κλητική αυθαίρετε αυθαίρετη αυθαίρετο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αυθαίρετοι αυθαίρετες αυθαίρετα
γενική αυθαίρετων αυθαίρετων αυθαίρετων
αιτιατική αυθαίρετους αυθαίρετες αυθαίρετα
κλητική αυθαίρετοι αυθαίρετες αυθαίρετα

Ετυμολογία

αυθαίρετος < αρχαία ελληνική αὐθαίρετος < αὐτός + αἱρέω

Προφορά

ΔΦΑ : /af.ˈθɛ.ɾɛ.tɔs/ αρσενικό

ΔΦΑ : /af.ˈθɛ.ɾɛ.ti/ θηλυκό

ΔΦΑ : /af.ˈθɛ.ɾɛ.tɔ/ ουδέτερο

Επίθετο

αυθαίρετος, -η, -ο

που δεν βασίζεται στη λογική ή σε αρχές

οι λέξεις μιας γλώσσας είναι αυθαίρετες σε σχέση με την έννοια τους

που γίνεται κατά βούληση και σύμφωνα με τις προσωπικές επιθυμίες, χωρίς την εφαρμογή νόμων ή ορισμένων κριτηρίων

οι πρόσφατες απολύσεις στην εταιρία ήταν αρκετά αυθαίρετες, το ακίνητο χτίστηκε χωρίς να εκδοθεί οικοδομική άδεια και είναι αυθαίρετο

Συγγενικές λέξεις

αυθαίρετα/αυθαιρέτως
αυθαιρεσία
αυθαίρετο
αυθαιρετώ

Μεταφράσεις
αυθαίρετος

αγγλικά : arbitrary (en)
γαλλικά : 1. arbitraire (fr) 2. illégal (fr)
γερμανικά : willkürlich (de)
ισπανικά : arbitrario (es)
ρωσικά : самовольный (ru), своевольный (ru)
τσεχικά : libovolný (cs), svévolný (cs)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License