αυθάδεια
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυθάδεια | οι | αυθάδειες |
γενική | της | αυθάδειας | των | αυθαδειών |
αιτιατική | την | αυθάδεια | τις | αυθάδειες |
κλητική | αυθάδεια | αυθάδειες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
αυθάδεια < αρχαία ελληνική αὐθάδεια < αὐθάδης < αὐτός + ἥδομαι
Προφορά
ΔΦΑ : /af.ˈθa.ði.a/
Ουσιαστικό
αυθάδεια θηλυκό
η ιδιότητα του αυθάδους, η θρασύτητα
Μεταφράσεις
αυθάδεια
αγγλικά : insolence (en)
γαλλικά : insolence (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License