ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αυτεπιστασία


Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτεπιστασία οι αυτεπιστασίες
      γενική της αυτεπιστασίας των αυτεπιστασιών
    αιτιατική την αυτεπιστασία τις αυτεπιστασίες
     κλητική αυτεπιστασία αυτεπιστασίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτεπιστασία < αυτ- (< αυτός) + επιστασία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ftɛ.pi.sta.ˈsi.a/

Ουσιαστικό

αυτεπιστασία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

η φροντίδα και επιστασία της κατασκευής ενός τεχνικού έργου από τον οργανισμό, το πρόσωπο κ.λπ. που ενδιαφέρεται άμεσα για το έργο αυτό

ο δημοτικός κήπος διαμορφώθηκε με την αυτεπιστασία του δήμου

Μεταφράσεις
αυτεπιστασία

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License