αυτεπάγγελτος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αυτεπάγγελτος < αυτός+ επί + αγγέλλω, ο αφ΄ εαυτού, με δική του πρωτοβουλία πράττων
Επίθετο
αυτεπάγγελτος
αυτός που γίνεται από μόνος του χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου
(νομικός όρος) αυτός που προέρχεται από το νόμο, χωρίς τη μεσολάβηση εισαγγελέα ή μήνυσης
Συγγενικές λέξεις
αυτεπάγγελτα
αυτεπαγγέλτως
εκφράσεις
«αυτεπέγγελτος προστάτης»
«αυτεπάγγελτος επέμβασις του εισαγγελέως» η οποία γίνεται χωρίς τη μήνυση ή αίτηση του πολίτη
«αυτεπάγγελτος διαθεσιμότητα», η ένεκα έλλειψης θέσης επιβαλλόμενη στους εν ενεργεία αξιωματικούς «αυτεπάγγελτος αποστρατεία».
Μεταφράσεις
αυτεπάγγελτος
αγγλικά : self-appointed (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License