ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αυτάρκης

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αυτάρκης αυτάρκης αύταρκες
γενική αυτάρκους αυτάρκους αυτάρκους
αιτιατική αυτάρκη αυτάρκη αύταρκες
κλητική αυτάρκη(ς) αυτάρκης αύταρκες
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αυτάρκεις αυτάρκεις αυτάρκη
γενική αυτάρκων αυτάρκων αυτάρκων
αιτιατική αυτάρκεις αυτάρκεις αυτάρκη
κλητική αυτάρκεις αυτάρκεις αυτάρκη

Ετυμολογία

αυτάρκης < αρχαία ελληνική αὐτάρκης

Επίθετο

αυτάρκης, -ης, -ες

που ικανοποιεί μόνος του τις ανάγκες του

η χώρα είναι αυτάρκης σε γεωργικά προϊόντα και δεν έχει ανάγκη εισαγωγών

Συγγενικές λέξεις

αυτάρκεια

Μεταφράσεις
αυτάρκης

αγγλικά : self-sufficient (en)
γαλλικά : autarcique (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License