ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αυταρχικός

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αυταρχικός αυταρχική αυταρχικό
γενική αυταρχικού αυταρχικής αυταρχικού
αιτιατική αυταρχικό αυταρχική αυταρχικό
κλητική αυταρχικέ αυταρχική αυταρχικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αυταρχικοί αυταρχικές αυταρχικά
γενική αυταρχικών αυταρχικών αυταρχικών
αιτιατική αυταρχικούς αυταρχικές αυταρχικά
κλητική αυταρχικοί αυταρχικές αυταρχικά

Ετυμολογία

αυταρχικός < μεσαιωνική ελληνική αὐταρχικός < ελληνιστική κοινή αὐταρχ(ία) + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autocratique)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ftaɾ.xi.ˈkɔs/

Επίθετο

αυταρχικός, -ή, -ό

που ενεργεί αυθαίρετα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις αντίθετες απόψεις

Συνώνυμα

αυθαίρετος
απολυταρχικός

Συγγενικές λέξεις

αντιαυταρχικά
αντιαυταρχικός
αυταρχία
αυταρχικά
αυταρχικότητα
→ δείτε τις λέξεις αυτός και άρχω

Μεταφράσεις
αυταρχικός

αγγλικά : autocratic (en), authoritarian (en)
γαλλικά : autoritaire (fr)
ίντο : autoritatema (io)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License