αυταπάτη
Ελληνικά
Ετυμολογία
αυταπάτη < αυτ- (< αυτο-) + απάτη (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-deception)
Ουσιαστικό
αυταπάτη θηλυκό
η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραπλανά (απατά) τον ίδιο του τον εαυτό με το να αποδέχεται ως αληθινό κάτι που δεν είναι, επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιληφθεί την πραγματικότητα
Μεταφράσεις
αυταπάτη
γαλλικά : illusion (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License