αυλοκόλακας
Ελληνικά
Ετυμολογία
αυλοκόλακας < αυλή (ο περίγυρος βασιλιά ή άλλου επιφανούς προσώπου ) + -ο- + κόλακας
Ουσιαστικό
αυλοκόλακας αρσενικό
αυτός που κολακεύει τη βασιλική αυλή, το βασιλιά ή τους αυλικούς
(κατ' επέκταση) αυτός που κολακεύει κάποια ισχυρά (πολιτικά) πρόσωπα
Συγγενικές λέξεις
αυλοκολακεία
Δείτε επίσης
αυλόδουλος
Μεταφράσεις
αυλοκόλακας
αγγλικά : tufthunter (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License