ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


αβασταγό

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβασταγό τα αβασταγά
      γενική του αβασταγού των αβασταγών
    αιτιατική το αβασταγό τα αβασταγά
     κλητική αβασταγό αβασταγά
Παράρτημα

Ετυμολογία

αβασταγό < α προτακτικό + βασταγό

Ουσιαστικό

αβασταγό ουδέτερο

το υποζύγιο
το ζώο που το φορτώνουν για μεταφορά

Μεταφράσεις

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License