.
Ετυμολογία
αβάσταχτος < α- + βαστάζω
Επίθετο
αβάσταχτος και αβάστακτος, αβάσταγος
που δεν αντέχεται
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.