.
Ετυμολογία
αβάσκαντος < μεταγενέστερη ελληνική ἀβάσκαντος < ἀ- + βασκαίνω
Επίθετο
αβάσκαντος, -η, -ο
αυτός που δεν τον πιάνει η βασκανία, το μάτιασμα
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.