.
Ετυμολογία
αβάσιμος < α- + βάσιμος
Επίθετο
αβάσιμος
που είναι χωρίς βάση ή έρεισμα
Συνώνυμα
αβέβαιος
αθεμελίωτος
ανεδαφικός
ανυπόστατος
αστήρικτος
ασύστατος
υποθετικός
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.