Ελληνικά
Ετυμολογία
αβασίλευτος < ἀβασίλευτος < ἀ- + βασιλεύω
Επίθετο
αβασίλευτος -η -ο
για το πολίτευμα όπου ο αρχηγός του κράτους δεν είναι βασιλιάς, «αβασίλευτη δημοκρατία»
για τον ήλιο και αστέρια που δεν έχουν βασιλέψει, δεν έχουν δύσει, «όταν έφυγα, ο ήλιος ήταν ακόμα αβασίλευτος»
(επί νεκρών) ασάλευτος, ανοικτός, «μάτια αβασίλευτα»
Μεταφράσεις
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License