.
αβανιάρης
Ελληνικά (el)
τυμολογία
αβανιάρης < αβανιά
Επίθετο
αβανιάρης αρσενικό, αβανιάρα θηλυκό, αβανιάρικο ουδέτερο
συκοφάντης
Αβανιάρης άνθρωπος
Συγγενικές λέξεις
αβανιά
αβάνης
Συνώνυμα
διαβολέας
κακολόγος
κατάλαλος / καταλαλητής
συκοφάντης
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.