.
Ετυμολογία
άβαφος < α- (στερητικό) + βάφω
Επίθετο
άβαφος -η -ο
που δε βάφτηκε, ο μη βαμμένος
αυτός ο τοίχος έμεινε άβαφος
που δε φτιασιδώθηκε, ο μη μακιγιαρισμένος.
μερικές γυναίκες είναι πιο ωραίες όταν είναι άβαφες
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | άβαφος | άβαφη | άβαφο |
γενική | άβαφου | άβαφης | άβαφου |
αιτιατική | άβαφο | άβαφη | άβαφο |
κλητική | άβαφε | άβαφη | άβαφο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | άβαφοι | άβαφες | άβαφα |
γενική | άβαφων | άβαφων | άβαφων |
αιτιατική | άβαφους | άβαφες | άβαφα |
κλητική | άβαφοι | άβαφες | άβαφα |
Συνώνυμα
άβαφτος / άβαπτος
αχρωμάτιστος
αμπογιάντιστος
αφτιασίδωτος
αμακιγιάριστος
αχρωμάτιστος
Αντώνυμα
βαμμένος
μπογιαντισμένος
χρωματισμένος
φτιασιδωμένος
μακιγιαρισμένος
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.