ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


αθυρόστομος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αθυρόστομος αθυρόστομη αθυρόστομο
γενική αθυρόστομου αθυρόστομης αθυρόστομου
αιτιατική αθυρόστομο αθυρόστομη αθυρόστομο
κλητική αθυρόστομε αθυρόστομη αθυρόστομο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αθυρόστομοι αθυρόστομες αθυρόστομα
γενική αθυρόστομων αθυρόστομων αθυρόστομων
αιτιατική αθυρόστομους αθυρόστομες αθυρόστομα
κλητική αθυρόστομοι αθυρόστομες αθυρόστομα

Ετυμολογία

αθυρόστομος < αρχαία ελληνική ἀθυρόστομος < στερητικό α- + θύρα + στόμα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.θi.ˈɾɔ.stɔ.mɔs/

Επίθετο

αθυρόστομος, -η, -ο

που στο λόγο του χρησιμοποιεί λέξεις ή εκφράσεις άσεμνες, προσβλητικές, μη πρέπουσες καθώς και βωμολοχίες

Συγγενικές λέξεις

αθυροστομία

Συνώνυμα

βρομόγλωσσος
βρομόστομος
βωμολόχος

Μεταφράσεις
αθυρόστομος

αγγλικά : foul-mouthed (en), foulmouthed (en), potty-mouthed (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License