άθρησκος
Ελληνικά
Ετυμολογία
άθρησκος < α- στερητικό + θρησκεία
Επίθετο
άθρησκος, -η, -ο
που δεν ακολουθεί κάποια θρησκεία (συνειδητά ή μη)
Κάποιες Αμαζόνιες φυλές είναι άθρηκες όπως οι Πιραχά (Pirahã people). Δεν έχουν αθεϊστική φιλοσοφία, απλά δεν πιστεύουν σε θεό.
που συνειδητά απορρίπτει κάθε θρησκεία
συχνά για άθεο που δεν τον καλύπτει ιδεολογικά ο επικρατέστερος όρος "άθεος", προσβάλλεται από αυτόν ή τον θεωρεί κατευθυνόμενο και μειωτικό
Εσύ Σωτήρη είσαι αντι-άθεος ή απλά Χριστιανός; Μη με αποκαλείς άθεο αλλά αντιμεταφυσικό ή άθρησκο.
Στον στρατό όταν θα πάω θα με ρωτήσουν την πίστη μου για να γνωρίζουν πως θα ορκιστώ. Δεν πιστεύω στο μεταφυσικό. Αν δηλώσω τίποτα-κενό ή παύλα θα με περάσουν για ήπιο άθρησκο που αποδέχεται δυνητικά τον νηπιοβαπτισμό ή την εθνικοποίηση θρησκευτικής πίστης σε Σημαία, Σύνταγμα και έδαφος (Άγιον Όρος), αντίθετα αν δηλώσω τον κοινό όρο "άθεος" πιθανώς να γίνω πιο σαφής, μα θα αποδεχθώ μια ορολογία βασισμένη σε θεϊστική οπτική. Σαν Έλληνες θα έπρεπε να δίναμε κοινό όρκο σε κοινές αξίες και κοινά ιδανικά, αλλιώς τι νόημα έχει ο όρκος για την κοινή μας πατρίδα;
Συνώνυμα
αντιμεταφυσικός
άθεος
Μεταφράσεις
άθρησκος
αγγλικά : nontheist (en), unreligious (en)
γαλλικά : incroyant (fr), non-croyant (fr), irréligieux (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License