ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


αθώος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αθώος αθώα αθώο
γενική αθώου αθώας αθώου
αιτιατική αθώο αθώα αθώο
κλητική αθώε αθώα αθώο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αθώοι αθώες αθώα
γενική αθώων αθώων αθώων
αιτιατική αθώους αθώες αθώα
κλητική αθώοι αθώες αθώα


Ετυμολογία

αθώος < αρχαία ελληνική ἀθῷος < θωή (ποινή)

Επίθετο

αθώος, -α, -ο

που δεν είναι υπεύθυνος για πράξη κακή, ανάρμοστη ή εγκληματική

Αντώνυμα ένοχος

που δεν έχει μέσα του κακία ή υστεροβουλία, αγνός

Εκφράσεις

αθώα περιστερά: (ειρωνικό) για κάποιον που κάνει τον αθώο ενώ είναι φανερό ότι δεν είναι

Μεταφράσεις
αθώος

αγγλικά : innocent (en)
αρχαία εβραϊκά : תָמִים (tamyn)
γαλλικά : innocent (fr)
εσπεράντο : naivega (eo), senkulpa (eo), senpeka (eo),
ιαπωνικά : 無罪 (ja) (むざい) (muzai)
πολωνικά : niewinny (pl)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License