ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


άθλιος

Ελληνικά
Ετυμολογία

άθλιος < αρχαία ελληνική ἄθλιος

Επίθετο

άθλιος αρσενικό, άθλια θηλυκό, άθλιο ουδέτερο

που προκαλεί αρνητικά συναισθήματα (απόρριψη, αποστροφή, απέχθεια κλπ), πολύ κακός
δυστυχισμένος
που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση, ερειπωμένος ή κουρελιασμένος κ.λπ

Συγγενικές λέξεις

άθλος
αθλιότητα
εξαθλίωση
εξαθλιωμένος
τρισάθλιος

Μεταφράσεις
άθλιος

αγγλικά : miserable (en), abject (en)
γαλλικά : misérable (fr)
εβραϊκά : עלוב (he)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License