αρχοντολόι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρχοντολόι | τα | αρχοντολόγια |
γενική | του | αρχοντολογιού | των | αρχοντολογιών |
αιτιατική | το | αρχοντολόι | τα | αρχοντολόγια |
κλητική | αρχοντολόι | αρχοντολόγια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
αρχοντολόι < μεσαιωνική ελληνική ἀρχοντολόγι(ν), αναλύεται σε αρχοντο- + -λόι.[1]
Ουσιαστικό
αρχοντολόι ουδέτερο
(οικείο, λογοτεχνία) η τάξη των αρχόντων, των προεστών
συνάχτηκε όλο το αρχοντολόι τού νησιού
Αντώνυμα
φτωχολόι
Μεταφράσεις
αρχοντολόι
Αναφορές
αρχοντολόι στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License