αρχολίπαρος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αρχολίπαρος < ελληνιστική κοινή < αρχή + λιπαρῶ (=επιθυμώ, επιζητώ)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρχολίπαρος | οι | αρχολίπαροι |
γενική | του | αρχολίπαρου | των | αρχολίπαρων |
αιτιατική | τον | αρχολίπαρο | τους | αρχολίπαρους |
κλητική | αρχολίπαρε | αρχολίπαροι | ||
Παράρτημα |
Παράρτημα
Ουσιαστικό
αρχολίπαρος αρσενικό (παρωχημένο)
αυτός που επιθυμεί και επιδιώκει αξιώματα, εκλιπαρώντας ή κολακεύοντας τους άρχοντες
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αρχολίπαρος | αρχολίπαρη | αρχολίπαρο |
γενική | αρχολίπαρου | αρχολίπαρης | αρχολίπαρου |
αιτιατική | αρχολίπαρο | αρχολίπαρη | αρχολίπαρο |
κλητική | αρχολίπαρε | αρχολίπαρη | αρχολίπαρο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αρχολίπαροι | αρχολίπαρες | αρχολίπαρα |
γενική | αρχολίπαρων | αρχολίπαρων | αρχολίπαρων |
αιτιατική | αρχολίπαρους | αρχολίπαρες | αρχολίπαρα |
κλητική | αρχολίπαροι | αρχολίπαρες | αρχολίπαρα |
Επίθετο
αρχολίπαρος, -η, -ο (παρωχημένο)
αυτός που επιθυμεί και επιδιώκει αξιώματα
Συνώνυμα
αρχοθήρας
αρχομανής
θεσιθήρας
σπουδαρχίδης
φίλαρχος
Συγγενικές λέξεις
αρχολιπαρία
αρχολιπαρικός
Μεταφράσεις
αρχολίπαρος
αγγλικά : power thirsty (en), grasping for authority (en)
γερμανικά : herrschsόchtig (de)
ιταλικά : cortigianesco (it)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License