αρχειοθετώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
αρχειοθετώ < αρχείο + θέτω
Ρήμα
αρχειοθετώ
ταξινομώ υλικό σε αρχείο
αρχειοθετώ φακέλλους
Μεταφράσεις
αρχειοθετώ
αγγλικά : archive (en)
γερμανικά : archivieren (de)
ολλανδικά : archiveren (nl)
ρωσικά : архивировать (ru) (arkhivírovat’
σουηδικά : arkivera (sv)
φινλανδικά : arkistoida (fi)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License