άψυκτος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | άψυκτος | άψυκτη | άψυκτο |
γενική | άψυκτου | άψυκτης | άψυκτου |
αιτιατική | άψυκτο | άψυκτη | άψυκτο |
κλητική | άψυκτε | άψυκτη | άψυκτο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | άψυκτοι | άψυκτες | άψυκτα |
γενική | άψυκτων | άψυκτων | άψυκτων |
αιτιατική | άψυκτους | άψυκτες | άψυκτα |
κλητική | άψυκτοι | άψυκτες | άψυκτα |
Ετυμολογία
άψυκτος < αρχαία ελληνική ἄψυκτος
Επίθετο
άψυκτος
που δεν έχει ψυχθεί, δεν τον έχουν ψύξει
Αντώνυμα
ψυγμένος
Μεταφράσεις
άψυκτος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License