ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



άψυχος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική άψυχος άψυχη άψυχο
γενική άψυχου άψυχης άψυχου
αιτιατική άψυχο άψυχη άψυχο
κλητική άψυχε άψυχη άψυχο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική άψυχοι άψυχες άψυχα
γενική άψυχων άψυχων άψυχων
αιτιατική άψυχους άψυχες άψυχα
κλητική άψυχοι άψυχες άψυχα

Ετυμολογία

άψυχος < αρχαία ελληνική ἄψυχος < ἀ- + ψυχή

Επίθετο

άψυχος

που δεν διαθέτει ψυχή, π.χ. η νεκρά φύση, τα αντικείμενα)
που έχει ξεψυχήσει, είναι νεκρός
(μεταφορικά) που δεν έχει ζωηράδα, σθένος ή τόλμη

Συγγενικές λέξεις

άψυχα
→ δείτε τη λέξη ψυχή

Μεταφράσεις
άψυχος

αγγλικά : lifeless (en)
γαλλικά : inanimé (fr)
γερμανικά : leblos (de)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License