.
Ετυμολογία
άψογος < ελληνιστική κοινή ἄψογος
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈa.psɔ.ɣɔs/
Επίθετο
άψογος -η -ο
που δεν έχει κανένα ψεγάδι, κανένα ελάττωμα, που είναι τέλειος
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.