αψίθυμος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αψίθυμος | αψίθυμη | αψίθυμο |
γενική | αψίθυμου | αψίθυμης | αψίθυμου |
αιτιατική | αψίθυμο | αψίθυμη | αψίθυμο |
κλητική | αψίθυμε | αψίθυμη | αψίθυμο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αψίθυμοι | αψίθυμες | αψίθυμα |
γενική | αψίθυμων | αψίθυμων | αψίθυμων |
αιτιατική | αψίθυμους | αψίθυμες | αψίθυμα |
κλητική | αψίθυμοι | αψίθυμες | αψίθυμα |
Ετυμολογία
αψίθυμος < αψύς + -ι- + θυμός + -ος
Επίθετο
αψίθυμος, -η, -ο
που εξοργίζεται εύκολα
Συνώνυμα
ευέξαπτος
ευερέθιστος
οξύθυμος
αψύς
αψίχολος
αψιός
αράθυμος
Αντώνυμα
ήρεμος
πράος
Συγγενικές λέξεις
αψιθυμία
αψιθυμικός
→ δείτε τις λέξεις αψύς και θυμός
Μεταφράσεις
αψίθυμος
αγγλικά : irritable (en), irascible (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License