.
Ετυμολογία
αψίκορος
Επίθετο
αυτός που χορταίνει γρήγορα
(μεταφορικά) αυτός που αλλάζει γρήγορα ορέξεις και επιθυμίες
ενθουσιάζεται γρήγορα, αλλά είναι άνθρωπος αψίκορος
Συνώνυμα
ευμετάβλητος, άστατος
Αντώνυμα
σταθερός
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.