αψέντι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αψέντι | τα | αψέντια |
γενική | του | αψεντιού | των | αψεντιών |
αιτιατική | το | αψέντι | τα | αψέντια |
κλητική | αψέντι | αψέντια | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
αψέντι < γαλλική absinth(e) + -ι < λατινική absinthium < αρχαία ελληνική ἀψίνθιον (ἄψινθος) (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
αψέντι ουδέτερο
δυνατό οινοπνευματώδες ποτό με κύρια συστατικά την άψινθο και το γλυκάνισο
ο Τουλούζ Λοτρέκ ήταν λάτρης του αψεντιού
Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί. / Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της. /Βρωμοῦσε ἀψέντι. (Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού)
Μεταφράσεις
αψέντι
αγγλικά : absinthe (en)
γαλλικά : absinthe (fr)
γερμανικά : Absinth (de)
ισπανικά : absenta (es)
ιταλικά : assenzio (it)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License