άψαχτος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | άψαχτος | άψαχτη | άψαχτο |
γενική | άψαχτου | άψαχτης | άψαχτου |
αιτιατική | άψαχτο | άψαχτη | άψαχτο |
κλητική | άψαχτε | άψαχτη | άψαχτο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | άψαχτοι | άψαχτες | άψαχτα |
γενική | άψαχτων | άψαχτων | άψαχτων |
αιτιατική | άψαχτους | άψαχτες | άψαχτα |
κλητική | άψαχτοι | άψαχτες | άψαχτα |
Ετυμολογία
άψαχτος < α- + ψάχνω + -τος
Επίθετο
άψαχτος
που δεν έχει ψαχτεί, δεν τον έχουν ψάξει
Αντώνυμα
ψαγμένος
Συγγενικές λέξεις
άψαχτα
→ δείτε τη λέξη ψάχνω
Μεταφράσεις
άψαχτος
αγγλικά : unsearched (en), unrummaged (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License