ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



άψα

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άψα οι άψες
      γενική της άψας των αψών
    αιτιατική την άψα τις άψες
     κλητική άψα άψες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άψα < άψη + -α

Ουσιαστικό

άψα θηλυκό

άλλη μορφή του άψη

Μεταφράσεις
άψα

→ δείτε τις λέξεις καύσωνας, κάψα και έξαψη

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License