άωτος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | άωτος | άωτη | άωτο |
γενική | άωτου | άωτης | άωτου |
αιτιατική | άωτο | άωτη | άωτο |
κλητική | άωτε | άωτη | άωτο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | άωτοι | άωτες | άωτα |
γενική | άωτων | άωτων | άωτων |
αιτιατική | άωτους | άωτες | άωτα |
κλητική | άωτοι | άωτες | άωτα |
Ετυμολογία
άωτος < ελληνιστική κοινή ἄωτος < ἀ- + οὖς
Επίθετο
άωτος, -η, -ο
που δεν έχει αφτιά
(για αγγείο) που δεν έχει χερούλια
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις ους και αφτί
Μεταφράσεις
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License