ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


άωρος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική άωρος άωρα άωρο
γενική άωρου άωρας άωρου
αιτιατική άωρο άωρα άωρο
κλητική άωρε άωρα άωρο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική άωροι άωρες άωρα
γενική άωρων άωρων άωρων
αιτιατική άωρους άωρες άωρα
κλητική άωροι άωρες άωρα

Ετυμολογία

άωρος < α- στερητικό +ώρα (αρχαία ελληνική ἄωρος)

Επίθετο

άωρος -η -ο

που δεν έχει ωριμάσει, άγουρος, ανώριμος

άωρη ηλικία, άωρη κυστική μορφή

που εμφανίζεται πολύ νωρίς, πριν ωριμάσουν οι συνθήκες, πρώιμος, άκαιρος

άωρη χηρεία

Αντώνυμα

ώριμος

Μεταφράσεις

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License