ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αλείβω

Ελληνικά

Ετυμολογία

αλείβω < αλείφω

Ρήμα

αλείβω

άλλη μορφή του αλείφω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αλείβω άλειβα θα αλείβω να αλείβω αλείβοντας
β' ενικ. αλείβεις άλειβες θα αλείβεις να αλείβεις άλειβε
γ' ενικ. αλείβει άλειβε θα αλείβει να αλείβει
α' πληθ. αλείβουμε αλείβαμε θα αλείβουμε να αλείβουμε
β' πληθ. αλείβετε αλείβατε θα αλείβετε να αλείβετε αλείβετε
γ' πληθ. αλείβουν(ε) άλειβαν
αλείβαν(ε)
θα αλείβουν(ε) να αλείβουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. άλειψα θα αλείψω να αλείψω αλείψει
β' ενικ. άλειψες θα αλείψεις να αλείψεις άλειψε
γ' ενικ. άλειψε θα αλείψει να αλείψει
α' πληθ. αλείψαμε θα αλείψουμε να αλείψουμε
β' πληθ. αλείψατε θα αλείψετε να αλείψετε αλείψτε
γ' πληθ. άλειψαν
αλείψαν(ε)
θα αλείψουν(ε) να αλείψουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω αλείψει είχα αλείψει θα έχω αλείψει να έχω αλείψει
β' ενικ. έχεις αλείψει είχες αλείψει θα έχεις αλείψει να έχεις αλείψει
γ' ενικ. έχει αλείψει είχε αλείψει θα έχει αλείψει να έχει αλείψει
α' πληθ. έχουμε αλείψει είχαμε αλείψει θα έχουμε αλείψει να έχουμε αλείψει
β' πληθ. έχετε αλείψει είχατε αλείψει θα έχετε αλείψει να έχετε αλείψει
γ' πληθ. έχουν αλείψει είχαν αλείψει θα έχουν αλείψει να έχουν αλείψει



Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αλείβομαι αλειβόμουν(α) θα αλείβομαι να αλείβομαι
β' ενικ. αλείβεσαι αλειβόσουν(α) θα αλείβεσαι να αλείβεσαι (αλείβου)
γ' ενικ. αλείβεται αλειβόταν(ε) θα αλείβεται να αλείβεται
α' πληθ. αλειβόμαστε αλειβόμαστε
αλειβόμασταν
θα αλειβόμαστε να αλειβόμαστε
β' πληθ. αλείβεστε αλειβόσαστε
αλειβόσασταν
θα αλείβεστε να αλείβεστε (αλείβεστε)
γ' πληθ. αλείβονται αλείβονταν
αλειβόντουσαν
θα αλείβονται να αλείβονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. αλείφτηκα θα αλειφτώ να αλειφτώ αλειφτεί
β' ενικ. αλείφτηκες θα αλειφτείς να αλειφτείς αλείψου
γ' ενικ. αλείφτηκε θα αλειφτεί να αλειφτεί
α' πληθ. αλειφτήκαμε θα αλειφτούμε να αλειφτούμε
β' πληθ. αλειφτήκατε θα αλειφτείτε να αλειφτείτε αλειφτείτε
γ' πληθ. αλείφτηκαν
αλειφτήκαν(ε)
θα αλειφτούν(ε) να αλειφτούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω αλειφτεί είχα αλειφτεί θα έχω αλειφτεί να έχω αλειφτεί αλειμμένος

Μεταφράσεις
αλείβω

→ δείτε τη λέξη αλείφω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License