αλαφρόμυαλος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αλαφρόμυαλος < ελαφρόμυαλος
Επίθετο
αλαφρόμυαλος αρσενικό αλαφρόμυαλη θηλυκό και ελαφρόμυαλος,η
σχετικά ήπιος τρόπος χαρακτηρισμού του ανόητου, του επιπόλαιου, του μη σκεπτόμενου ατόμου ή και του μη ικανού να σκεφτεί
Μεταφράσεις
αλαφρόμυαλος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License