αήττητος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αήττητος | αήττητη | αήττητο |
γενική | αήττητου | αήττητης | αήττητου |
αιτιατική | αήττητο | αήττητη | αήττητο |
κλητική | αήττητε | αήττητη | αήττητο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αήττητοι | αήττητες | αήττητα |
γενική | αήττητων | αήττητων | αήττητων |
αιτιατική | αήττητους | αήττητες | αήττητα |
κλητική | αήττητοι | αήττητες | αήττητα |
Ετυμολογία
αήττητος < αρχαία ελληνική ἀήττητος (/ ἀήσσητος) < ἀ + ἧττα
Επίθετο
αήττητος
που δεν έχει ηττηθεί ή δεν μπορεί να ηττηθεί
Συνώνυμα
ανίκητος
ακατάβλητος
ακαταγώνιστος
ακαταμάχητος
ακατανίκητος
άχαστος
Αντώνυμα
ηττημένος
νικημένος
Συγγενικές λέξεις
αήττητα
→ δείτε τις λέξεις ηττώμαι και ήττα
Μεταφράσεις
αήττητος
αγγλικά : undefeated (en), unbeaten (en), invictus (en), invincible (en)
γαλλικά : invincible (fr), invaincu (fr)
εβραϊκά : בלתי מנוצח (he)
λατινικά : invictus (la)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License