ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αήθης

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αήθης αήθης άηθες
γενική αήθους αήθους αήθους
αιτιατική αήθη αήθη άηθες
κλητική αήθη(ς) αήθης άηθες
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αήθεις αήθεις αήθη
γενική αήθων αήθων αήθων
αιτιατική αήθεις αήθεις αήθη
κλητική αήθεις αήθεις αήθη
Ετυμολογία

αήθης < αρχαία ελληνική ἀήθης < ἀ- (στερητικό) + ἦθος

Επίθετο

αήθης -ης -ες

χωρίς ήθος. Βαρύς χαρακτηρισμός για επιθετική, προσβλητική ενέργεια

αήθης επίθεση, αήθης συμπεριφορά, αήθης παραπληροφόρηση
θεωρώ άηθες αυτό που έκανες

Συνώνυμα

ανάρμοστος
απρεπής
απάδων
ανοίκειος
αχαρακτήριστος
απαράδεκτος
σόλοικος
άτοπος
άσχημος
άσκημος
άκοσμος
ασυνήθιστος
άπρεπος
αταίριαστος
αταίριαχτος
ανήθικος
ακατονόμαστος
απερίγραπτος

Αντώνυμα

ηθικός
καλοήθης
χρηστοήθης

Μεταφράσεις
αήθης

αγγλικά : amoral (en), unethical (en), μεταφορικά: sordid (en)
γαλλικά : amoral (fr)
εβραϊκά : לא מוסרי (he)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License