άφτιαχτος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | άφτιαχτος | άφτιαχτη | άφτιαχτο |
γενική | άφτιαχτου | άφτιαχτης | άφτιαχτου |
αιτιατική | άφτιαχτο | άφτιαχτη | άφτιαχτο |
κλητική | άφτιαχτε | άφτιαχτη | άφτιαχτο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | άφτιαχτοι | άφτιαχτες | άφτιαχτα |
γενική | άφτιαχτων | άφτιαχτων | άφτιαχτων |
αιτιατική | άφτιαχτους | άφτιαχτες | άφτιαχτα |
κλητική | άφτιαχτοι | άφτιαχτες | άφτιαχτα |
Ετυμολογία
άφτιαχτος < α στερητικό και φτιαχτός
Επίθετο
άφτιαχτος
που δεν έχει φτιαχτεί
που δεν έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του
που δεν έχει επισκευαστεί
που δεν είναι περιποιημένος, απεριποίητος
που δεν είναι συγυρισμένος, ασυγύριστος
Ταυτόσημο
άφκειαχτος
άφκιαχτος
άφτειαστος
άφτειαχτος
άφτιαστος
άφκιαστος
Δείτε επίσης
φτιαχτός
Μεταφράσεις
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License