άφωτος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | άφωτος | άφωτη | άφωτο |
γενική | άφωτου | άφωτης | άφωτου |
αιτιατική | άφωτο | άφωτη | άφωτο |
κλητική | άφωτε | άφωτη | άφωτο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | άφωτοι | άφωτες | άφωτα |
γενική | άφωτων | άφωτων | άφωτων |
αιτιατική | άφωτους | άφωτες | άφωτα |
κλητική | άφωτοι | άφωτες | άφωτα |
Ετυμολογία
άφωτος < α- + φως + -τος
Επίθετο
άφωτος
αφώτιστος
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη φως
Μεταφράσεις
άφωτος
→ δείτε τη λέξη αφώτιστος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License