αφωνόληκτος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αφωνόληκτος | αφωνόληκτη | αφωνόληκτο |
γενική | αφωνόληκτου | αφωνόληκτης | αφωνόληκτου |
αιτιατική | αφωνόληκτο | αφωνόληκτη | αφωνόληκτο |
κλητική | αφωνόληκτε | αφωνόληκτη | αφωνόληκτο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αφωνόληκτοι | αφωνόληκτες | αφωνόληκτα |
γενική | αφωνόληκτων | αφωνόληκτων | αφωνόληκτων |
αιτιατική | αφωνόληκτους | αφωνόληκτες | αφωνόληκτα |
κλητική | αφωνόληκτοι | αφωνόληκτες | αφωνόληκτα |
Ετυμολογία
αφωνόληκτος < άφωνος + λήγω + -τος
Επίθετο
αφωνόληκτος, -η, -ο
(γραμματική) που το θέμα του λήγει σε άφωνο σύμφωνο
Άλλες μορφές
αφωνόληχτος
Υπερώνυμα
συμφωνόληκτος
Υπώνυμα
χειλικόληκτος
οδοντικόληκτος
ουρανικόληκτος
Δείτε επίσης
φωνηεντόληκτος
Μεταφράσεις
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License