αφατρίαστος
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αφατρίαστος | αφατρίαστη | αφατρίαστο |
γενική | αφατρίαστου | αφατρίαστης | αφατρίαστου |
αιτιατική | αφατρίαστο | αφατρίαστη | αφατρίαστο |
κλητική | αφατρίαστε | αφατρίαστη | αφατρίαστο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αφατρίαστοι | αφατρίαστες | αφατρίαστα |
γενική | αφατρίαστων | αφατρίαστων | αφατρίαστων |
αιτιατική | αφατρίαστους | αφατρίαστες | αφατρίαστα |
κλητική | αφατρίαστοι | αφατρίαστες | αφατρίαστα |
Ετυμολογία
αφατρίαστος < α- + φατριάζω + -τος < φατρία < ελληνιστική κοινή φατρία < αρχαία ελληνική φρατρία < φράτρα < πρωτοελληνική *pʰrā́tēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréh₂tēr (αδερφός)
Προφορά
ΔΦΑ : /a.fa.ˈtɾi.a.stɔs/
Επίθετο
αφατρίαστος
που δεν έχει αναμειχθεί ή ανακατευτεί σε φατρίες
Συνώνυμα
ακομμάτιστος
αμερόληπτος
απροσωπόληπτος
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη φατρία
Μεταφράσεις
αφατρίαστος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License